Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δρασκελώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρασκελώ [δraskeló] & -άω Ρ10.1α & δρασκελίζω [δraskelízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) περνώ πάνω από ένα εμπόδιο με πήδημα ή με μεγάλο άνοιγμα των σκελών· διασκελίζω: Δρασκέλισε το φράχτη / το αυλάκι. Δρασκέλισε το κατώφλι και βγήκε στο δρόμο.

[μσν. δρασκελώ < δρασκελ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δρασκελισ-· μσν. *δρασκελίζω < διασκελίζω (ίσως από συμφυρ. με το μσν. δράμω `τρέχω΄ < αόρ. ἔδραμον του αρχ. ρ. τρέχω) < ελνστ. διασκελίζομαι `κάνω μεγάλο βήμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δρασκελώνω· δρασκαλώνω.
  • Δρασκελεύω (βλ. ά.):
    • αχ την έξω μερεάν (ενν. του τροχού) άνθρωποι δρασκαλώναν (Τζαμπλάκ. 29).

[<δρασκελίζω κατά τα ρ. σε ώνω· πβ. ιδιωμ. (α)ποδιασκελώνω (Andr., λ. διασκελίζω). Ο τ. με επίδρ. του σκαλώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go