Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δρέπω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρέπω [δrépo] Ρ4α : 1. (λόγ.) κόβω, συλλέγω καρπούς. 2. (μτφ.) αποκομίζω, απολαμβάνω, στις εκφράσεις ~ δάφνες* / δόξα* / τους καρπούς*.

[λόγ. < αρχ. δρέπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go