Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δορυφορώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δορυφορώ.
  • 1) Είμαι οπλισμένος με δόρυ:
    • άνδρας … δορυφορούντας (Δούκ. 22725).
  • 2) Εξυπηρετώ, βοηθώ:
    • τους πάντας δορυφόρει τους να σε δορυφορούσιν (Φλώρ. 1184).
  • 3) Περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω:
    • το γηραλέον ημών σώμα υπό πολλών δορυφορείται, Δέσποτα, κακών (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. (Γριτσόπουλος, Ελλην. 8, 1935, 136)).

[αρχ. δορυφορέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go