Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δοξολογώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοξολογώ [δoksoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : δοξάζω, ευχαριστώ κπ. με ύμνους, κυρίως το Θεό: Όλα τα πλάσματα δοξολογούν τον Πλάστη τους.

[ελνστ. δοξολογῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξολογώ.
  • Δοξάζω κάπ., ιδ. το Θεό:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1808).

[μτγν. δοξολογέω (Lampe). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go