Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δολιχοδρομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δολιχοδρομώ [δolixoδromó] Ρ10.9α : 1. (αθλ.) αγωνίζομαι σε δολιχοδρομία. || τρέχω μακρύ δρόμο. 2. (μτφ., σπάν.) για διαδικασία που παρατείνεται άσκοπα: H συζήτηση δολιχοδρομεί.

[λόγ. < αρχ. δολιχοδρομῶ `τρέχω δόλιχο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go