Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διστάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διστάζω [δistázo] Ρ2.1α : δεν μπορώ να καταλήξω σε μια οριστική απόφαση, δεν είμαι βέβαιος αν κτ. που θα πω ή θα κάνω είναι σκόπιμο, επιθυμητό ή ηθικά σωστό: ~ να υιοθετήσω τις απόψεις του. Δίστασε την τελευταία στιγμή να μιλήσει / να φύγει. Πες μου τι θέλεις, και μη διστάζεις. Δε διστάζει να συκοφαντήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.

[λόγ. < αρχ. διστάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
διστάζω.
  • Έχω δισταγμούς, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [930]).

[αρχ. διστάζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go