Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διπλοψηφίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διπλοψηφίζω [δiplopsifízo] Ρ2.1α : ψηφίζω δύο φορές στην ίδια εκλογή, κατά παράβαση του νόμου.

[λόγ. διπλο- + ψηφίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go