Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπλοκλειδώνω [δiplokliδóno] -ομαι Ρ1 : 1. κλειδώνω γυρίζοντας δύο φορές το κλειδί στην κλειδαριά: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || κλειδώνω κτ. με πολύ ασφαλή τρόπο: Διπλοκλειδωμένες πόρτες και παράθυρα, διπλομανταλωμένες. 2. (για πρόσ., συνήθ. παθ.) α. ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και δε βγαίνω έξω· διπλομανταλώνομαι: Tη νύχτα διπλοκλειδώνομαι, γιατί φοβάμαι τους διαρρήκτες. β. (μτφ.) για κπ. που αρνείται επίμονα να δεχτεί κπ. στο σπίτι του, που απομονώνεται από τους άλλους ανθρώπους.
[διπλο- + κλειδώνω]