Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διοργανώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διοργανώνω [δiorγanóno] -ομαι Ρ1 : προετοιμάζω συστηματικά μια δραστηριότητα, ένα έργο, έτσι ώστε τα επί μέρους στοιχεία που το απαρτίζουν να εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο και να του εξασφαλίζουν την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία ή εξέλιξη· οργανώνω: ~ μια δημόσια εκδήλωση / μια γιορτή / μια εκδρομή. ~ ένα συνέδριο / ένα συμπόσιο.

[λόγ. < ελνστ. διοργαν(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go