Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διονυσιάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διονυσιάζομαι [δionisiázome] Ρ2.1β : κατέχομαι από διονυσιασμό.

[λόγ. < ελνστ. ενεργ. διονυσιάζω `γιορτάζω τα Διονύσια΄ μέσο κατά το ενθουσιάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go