Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διολισθαίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διολισθαίνω [δiolisθéno] Ρ αόρ. διολίσθησα, απαρέμφ. διολισθήσει : ακολουθώ μια καθοδική πορεία που είναι αργή και όχι αμέσως αντιληπτή, συνήθ. μτφ.: Διολισθαίνει ένα νόμισμα, όταν χάνει την αξία του έναντι των άλλων νομισμάτων, με αργό ρυθμό. Διολισθαίνει το κύρος μας στο εξωτερικό.

[λόγ. < αρχ. διολισθάνω, διολισθαίνω `ξεγλιστράω΄ σημδ. αγγλ. slip(;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go