Combined Search
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλωνος 1 -η -ο [δíklonos] Ε5 : για φυτό που έχει δύο κλώνους.
[δι- 1 + κλών(ος) 1 -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλωνος 2 -η -ο : για νήμα που αποτελείται από δύο στριμμένες κλωστές· δίκλωστος.
[δι- 1 + κλων(ιά) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκλωστος -η -ο [δíklostos] Ε5 : για νήμα που αποτελείται από δύο στριμμένες κλωστές· δίκλωνος 2.
[δι- 1 + κλωστ(ή) -ος]