Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικαιώνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαιώνω [δikeóno] -ομαι Ρ1 : 1. απαλλάσσω κπ. από μια κατηγορία: H δικαιοσύνη τον δικαίωσε. Kάποτε θα δικαιωθώ. 2α. αναγνωρίζω κτ. εκ των υστέρων ως σωστό, ως δίκαιο: Οι αγώνες / οι προσπάθειές μας δικαιώθηκαν. β. αποδεικνύω εκ των υστέρων ότι κτ. είναι αληθινό ή ότι κάποιος έχει δίκιο: H πορεία των γεγονότων δικαίωσε τις προβλέψεις μου. Θεωρία που δικαιώνεται στην πράξη. Δικαίωσε τη φήμη του. Tα γεγονότα τον δικαίωσαν πλήρως. Δικαιώθηκε στις εκτιμήσεις του.

[λόγ. < ελνστ. δικαι(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `τιμωρώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαιώνω· δικιώνω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Αναγνωρίζω κάπ. ή κ. ως δίκαιο·
      • δικαιολογώ:
        • οπού σ’ εχθρεύουνται εύχου και δικαίωνέ τους (Λίβ. Esc. 997
        • μην ημπορώντας να δικαιώσει το άπταιστον της κατηγορίας (Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [56]).
    • 2) Απαλλάσσω κάπ. από κατηγορία:
      • να τους κρίνουν και να δικιώσουν τον δίκιο (Πεντ. Δευτ. ΧΧV 1).
    • 3) Απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες:
      • τα νήπια, οπού ’ν’ δικαιωμένα, που δεν επταίσασιν ποττέ (Θρ. Κύπρ. Μ 483).
  • Β´ (Αμτβ.) απονέμω δικαιοσύνη:
    • την υπόθεσιν και αιτίαν του καθενού ανθρώπου … παίρνει επάνω του να δικαιώσει (Ασσίζ. 2522).

[αρχ. δικαιόω. Ο τ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go