Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικάζω [δikázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κρίνω κπ. ή κτ. ως δικαστής, αποφασίζω για την ενοχή ή για την αθωότητα κάποιου, για το δίκαιο ή όχι μιας απαίτησης: Aύριο δικάζεται ο κατηγορούμενος για ληστεία. H υπόθεση θα δικαστεί αύριο, θα συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Ποιοι δικαστές θα δικάσουν την υπόθεση / θα τον δικάσουν; Οι δικαστές πρέπει να δικάζουν αμερόληπτα. β. καταδικάζω: Δικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών. 2. κρίνω κπ. σαν να είμαι δικαστής: H κοινή γνώμη δικάζει και πολλές φορές καταδικάζει ανθρώπους, πριν αποφανθεί η δικαιοσύνη. Kαι ποιος είσαι εσύ που θα με δικάσεις;
[αρχ. δικάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικάζω.
-
- I. (Ενεργ.) κρίνω, αποδίδω δικαιοσύνη:
- (Ερμον. Φ 354).
- II. Μέσ.
- 1) Λογομαχώ, βρίσκομαι σε διαφωνία με κάπ.:
- βλέπε μη δικάζεσαι με φίλον και πλησιόν σου (Διδ. Σολομ. Ρ 56).
- 2) Συνομιλώ, συζητώ:
- Κόρη με νιο δικάζεται (Ριμ. κόρ. 578).
- 3) Σκέφτομαι, «νοιάζομαι»:
- βλέπε τι δικάζεται (ενν. ο βασιλεύς) προς εαυτόν (Διήγ. Βελ. N2 353).
- 1) Λογομαχώ, βρίσκομαι σε διαφωνία με κάπ.:
[αρχ. δικάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) κρίνω, αποδίδω δικαιοσύνη: