Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διημερεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διημερεύω [δiimerévo] Ρ5.1α : 1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα μου. 2. συνήθ. για φαρμακείο, λειτουργώ τις μη εργάσιμες ώρες της ημέρας ή τις αργίες.

[λόγ. < αρχ. διημερεύω `διαρκώ όλη την ημέρα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διημερεύων -ουσα -ον [δiimerévon] Ε12 : που διημερεύει: Διημερεύοντα φαρμακεία.

[λόγ. μεε. του ρ. διημερεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go