Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διηθώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διηθώ [δiiθó] -ούμαι Ρ10.9 : αφήνω ένα υγρό να περάσει μέσα από πορώδες υλικό, ώστε να απαλλαγεί από τις στερεές ουσίες που αιωρούνται σε αυτό· (πρβ. διυλίζω, φιλτράρω). || (ιατρ.) για σωματικά υγρά ή για παθολογικά κύτταρα που περνούν και συγκεντρώνονται σε ιστούς ή σε κύτταρα.

[λόγ. < αρχ. διηθῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go