Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διεξέρχομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεξέρχομαι [δieksérxome] Ρ αόρ. διεξήλθα, απαρέμφ. διεξέλθει : (λόγ.) μελετώ ή εξετάζω κτ. πλήρως και λεπτομερώς.

[λόγ. < αρχ. διεξέρχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go