Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διεθνοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεθνοποιώ [δieθnopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. διεθνές. 1. παραχωρώ, με διεθνή συμφωνία, σε όλα τα κράτη ή σε ομάδα κρατών το δικαίωμα χρήσης ή τη διοίκηση μιας περιοχής που ανήκε σε ένα μόνο κράτος: Διεθνοποιημένο αεροδρόμιο. 2. κάνω διεθνές ένα διμερές πρόβλημα, αναθέτω την επίλυσή του σε διεθνή οργανισμό: Tο κυπριακό πρόβλημα πρέπει να διεθνοποιηθεί, να πάψει να θεωρείται ελληνοτουρκική διένεξη.

[λόγ. διεθν(ής) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. internationaliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go