Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διβολίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διβολίζω [δivolízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) οργώνω για δεύτερη φορά.

[ελνστ. διβολ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. διβολησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go