Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαχέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαχέω [δiaxéo] -ομαι Ρ αόρ. διέχυσα, απαρέμφ. διαχύσει, παθ. αόρ. διαχύθηκα, απαρέμφ. διαχυθεί : (επιστ., λόγ., συνήθ. παθ.) διασκορπίζω, συνήθ. για το φαινόμενο της διάχυσης: Tο φως διαχέεται όταν προσκρούει σε ανώμαλη επιφάνεια. Ο ήχος / το άρωμα διαχέεται παντού.

[λόγ. < αρχ. διαχέω `σκορπίζω, διασκορπίζω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go