Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφοροποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφοροποιώ [δiaforopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. δείχνω, επισημαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα: Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία. β. για κτ. που αποτελεί στοιχείο διαφοράς, που διακρίνει μια έννοια, ένα πράγμα ή έναν άνθρωπο από κτ. ή από κπ. άλλο: Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον. 2. (παθ.) α. για κτ. που αλλάζει, που γίνεται διαφορετικό από κτ. άλλο: Έχουν διαφοροποιηθεί οι σημερινές συνθήκες σε σχέση με τις τότε. β. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι να υποστηρίζω διαφορετικές θέσεις ή απόψεις σε σχέση με παλαιότερες δικές μου ή με εκείνες κάποιου άλλου: Ορισμένοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος διαφοροποιήθηκαν από τις προτάσεις της κοινοβουλευτικής τους ομάδας. || ~ τη θέση μου / τη στάση μου, την αλλάζω, διαφοροποιούμαι.

[λόγ. διάφορ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. différencier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go