Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαταράσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαταράσσω [δiataráso] -ομαι Ρ2.2 : προκαλώ ανωμαλία σε κτ. που λειτουργεί ομαλά ή βρίσκεται σε κανονική κατάσταση: H αστυνομία καταδιώκει όσους διαταράσσουν τη δημόσια τάξη. Οι σχέσεις των δύο αδελφών διαταράχτηκαν λόγω κληρονομικών διαφορών. Γεγονότα που διαταράσσουν την ψυχική μας ηρεμία. || (ψυχ.) Διαταραγμένη προσωπικότητα.

[λόγ. < αρχ. διαταράσσω `ρίχνω σε σύγχυση΄ σημδ. γαλλ. perturber]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go