Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασωληνώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασωληνώνω [δiasolinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω διασωλήνωση: Ο ασθενής θα παραμείνει διασωληνωμένος τουλάχιστον για τις επόμενες δύο ημέρες.

[λόγ. διασωλήν(ωσις) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go