Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασκορπώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διασκορπώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Σκορπίζω, διαλύω:
      • διασκορπά το νου μου (Ροδολ. Β´ 177).
    • 2) (Προκ. για πλούτη) σπαταλώ:
      • (Ζήν. Πρόλ. 16).
  • II. (Μέσ.) σκορπίζομαι:
    • αφότις δε εγγαστρωθούν (ενν. οι ιχθύες), τότε διασκορπούνται (Φυσιολ. (Legr.) 136
    • (μεταφ.):
      • εις χίλια μέρη ο νους μου διασκορπάται (Ερωφ. Χορ. α´ 643).

[<αόρ. του διασκορπίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go