Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασκέπτομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασκέπτομαι [δiasképtome] Ρ4β : (σπάν.) παίρνω μέρος, είμαι σε διάσκεψη.

[λόγ. < ελνστ. διασκέπτομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go