Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διασαλεύω [δiasalévo] -ομαι Ρ5.1 : προκαλώ αναστάτωση ιδίως στην έννομη τάξη: Συγκεντρώσεις / συλλαλητήρια / διαδηλώσεις που διασαλεύουν τη δημόσια τάξη. Yπάρχει κίνδυνος να διασαλευτεί η δημόσια τάξη.
[λόγ. < ελνστ. διασαλεύω `κινώ βίαια, προκαλώ σύγχυση΄]