Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαρμίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διαρμίζω.
  • Τακτοποιώ, συγυρίζω ένα χώρο·
    • (μεταφ.) «ξεκαθαρίζω» έναν τόπο, τον απαλλάσσω από ανεπιθύμητα και επικίνδυνα πρόσωπα:
      • τον τόπον από τους εχθρούς όλον τον εδιαρμίσαν (Αχέλ. 2203).

[<μτγν. διαρρυθμίζω ή, λιγότερο πιθ., <αρχ. διαρμόζω κατά τα ρ. σε ‑ίζω. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go