Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαρκώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρκώ [δiarkó] Ρ10.9α αόρ. διήρκεσα και διάρκεσα, απαρέμφ. διαρκέσει : για κτ., γεγονός, φαινόμενο κτλ., που εξακολουθεί να γίνεται, να υπάρχει, να συμβαίνει κτλ.: H παράσταση διαρκεί δύο ώρες. Θα διαρκέσει πολύ η κακοκαιρία. H φήμη που έχει αποκτήσει μάλλον δε θα διαρκέσει πολύ.

[λόγ. < αρχ. διαρκῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
διαρκώ.
  • (Προκ. για μια κατάσταση) διαρκώ, κρατώ:
    • (Χρον. Μορ. H 1220).

[αρχ. διαρκέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go