Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαρθρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρθρώνω [δiarθróno] -ομαι Ρ1 : σχηματίζω ένα ενιαίο σύνολο ενοποιώντας τα επί μέρους στοιχεία του: Mυθιστόρημα που διαρθρώνεται με απλή παράταξη των επεισοδίων.

[λόγ. < αρχ. διαρθρ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go