Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπομπεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπομπεύω [δiapombévo] -ομαι Ρ5.1 : υποβάλλω κπ. σε διαπόμπευση.

[λόγ. < μσν. διαπομπεύω, αρχ. σημ.: `περιφέρω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go