Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπνέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπνέω [δiapnéo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. (για φυτό) αποβάλλω, κυρίως από τους πόρους των φύλλων, νερό υπό μορφή υδρατμών. 2. (συνήθ. παθ.) είμαι επηρεασμένος έντονα από κτ. (ιδέα, ιδεολογία κτλ.) έτσι ώστε να χαρακτηρίζομαι από αυτό: Ποίημα που διαπνέεται από έντονο πατριωτισμό. Διαπνέεται από αισθήματα αγάπης / αλτρουισμού / φιλοπατρίας. Ο υπουργός διαπνέεται από φιλικά αισθήματα για μένα.

[λόγ.: 1: αρχ. διαπνέω `φυσάω ανάμεσα΄· 2: σημδ. γαλλ. s΄inspirer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go