Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπλέκω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπλέκω [δiapléko] -ομαι Ρ3 αόρ. διέπλεξα, απαρέμφ. διαπλέξει : πλέκω κτ. μαζί με κτ. άλλο, τα διασταυρώνω έτσι, ώστε να δημιουργούν ένα είδος πλέγματος. || (μτφ., για αφηρημένες έννοιες): Διαπλεκόμενα συμφέροντα, που σχετίζονται μεταξύ τους.

[λόγ. < αρχ. διαπλέκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go