Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαπλέκω [δiapléko] -ομαι Ρ3 αόρ. διέπλεξα, απαρέμφ. διαπλέξει : πλέκω κτ. μαζί με κτ. άλλο, τα διασταυρώνω έτσι, ώστε να δημιουργούν ένα είδος πλέγματος. || (μτφ., για αφηρημένες έννοιες): Διαπλεκόμενα συμφέροντα, που σχετίζονται μεταξύ τους.
[λόγ. < αρχ. διαπλέκω]