Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαολίζω [δjaolízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) εξοργίζω: Mε διαόλισε πάλι σήμερα με την γκρίνια του. Διαολισμένος άνθρωπος, κακός, ιδιότροπος, πονηρός.
[διάολ(ος) -ίζω]