Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διανοούμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανοούμαι [δianoúme] Ρ10.9β : 1. (σπάν.) σκέφτομαι σε βάθος και ιδίως κάνω φιλοσοφικό στοχασμό. 2. (ιδίως σε αρνητική πρόταση) σκέφτομαι: Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς / γιατί το έκανε αυτό. Ποτέ του δε διανοήθηκε να πολιτευθεί. Διανοήθηκες ποτέ τι σημαίνει να χάσεις το παιδί σου;

[λόγ. < αρχ. διανοοῦμαι `έχω στο μυαλό μου΄ κατά τη σημ. της λ. διάνοια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go