Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμετρώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διαμετρώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Μετρώ, καταμετρώ:
      • (Δούκ. 39912).
    • 2) Υπολογίζω, κρίνω, σκέφτομαι:
      • του ανθρώπου δόθηκε … να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του (Ερωτόκρ. Α´ 200).
  • II. (Μέσ.) λογαριάζω, σκέφτομαι, αποφασίζω:
    • εδιαμετρήθη ότι να υπάγει να μιλήσει του αφεντός του (Σουμμ., Ρεμπελ. 180).

[αρχ. διαμετρέω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go