Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμετακομίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμετακομίζω [δiametakomízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) μεταφέρω αγαθά από μια χώρα σε άλλη μέσο μιας τρίτης.

[λόγ. δια- μετακομίζω μτφρδ. γαλλ. transiter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go