Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμεσολαβώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμεσολαβώ [δiamesolavó] Ρ10.9α : παρεμβαίνω ανάμεσα σε πρόσωπα, ομάδες, κράτη κτλ. για επίλυση διαφορών ή επίτευξη συμφωνίας: Διαμεσολάβησε για την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ομάδες του κόμματος. || Ο κριτικός διαμεσολαβεί ανάμεσα στο συγγραφέα και στους αναγνώστες.

[λόγ. δια- μεσολαβώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go