Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμαρτυρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαρτυρώ [δiamartiró] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω διαμαρτύρηση: Διαμαρτυρημένη συναλλαγματική. Διαμαρτυρημένο γραμμάτιο. Aν το γραμμάτιο διαμαρτυρηθεί, θα πληρώσεις διαμαρτυρικά. || (προφ.): Θα το διαμαρτυρήσω το γραμμάτιο, αν δε με πληρώσεις.

[λόγ. < αρχ. διαμαρτυρῶ `ασκώ νομική αμφισβήτηση΄ σημδ. γαλλ. protester]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go