Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλογίζομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλογίζομαι [δialojízome] Ρ2.1β : (και λογ.) σκέπτομαι, επεξεργάζομαι κτ. με τη σκέψη, σύμφωνα με μια λογική ακολουθία.

[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. διαλογίζομαι, αρχ. σημ.: `εξισώνω λογαριασμούς΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διαλογίζομαι.
  • 1)
    • α) (Μέσ. και ενεργ.) σκέφτομαι, συλλογίζομαι:
      • στέκεται, διαλογίζεται το πού θέλει να υπάγει (Απολλών. 90
      • συχνά μέσα στο νούμ μου διαλογίζω (Κυπρ. ερωτ. 7011
    • β) (ενεργ.) λογαριάζω, υπολογίζω κ.:
      • τη θάλασσα αντιμάχεται, το πυρ ου διαλογίζει (Διγ. Esc. 705).
  • 2) (Μέσ., προκ. για άψυχα) πρόκειται, υπάρχει κίνδυνος να …:
    • ήτον λαίλαπας μέγας εν τῃ θαλάσσᾳ και το καράβι εδιαλογίζετον το συθρίβει (Ιων. I 4).

[αρχ. διαλογίζομαι, και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go