Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλλάσσω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διαλλάσσω.
  • Αλλάζω θέση σε κ., μετακινώ κ.:
    • το διάλλαξε (ενν. το δακτυλίδι) και εις τα πέντε δάκτυλα (Χρον. σουλτ. 7625).

[αρχ. διαλλάσσω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go