Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακανονίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακανονίζω [δiakanonízo] -ομαι Ρ2.1 : ρυθμίζω, τακτοποιώ συναινετικά ένα ζήτημα ακολουθώντας μια ορισμένη τυπική και ουσιαστική διαδικασία: H τράπεζα δίνει τη δυνατότητα στους οφειλέτες της να διακανονίσουν τα χρέη τους, για να μη γίνει κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων.

[λόγ. δια- κανονίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go