Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαθλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαθλώ [δiaθló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέθλασα, απαρέμφ. διαθλάσει : (φυσ.) προκαλώ αλλαγή στη διεύθυνση μιας φωτεινής ακτίνας ή ενός ηλεκτρομαγνητικού ή ηχητικού κύματος: Διαθλώμενες ακτίνες.

[λόγ. < ελνστ. διαθλῶ `σπάω σε κομμάτια΄ σημδ. αγγλ. refract ή γαλλ. réfracter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go