Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαδραματίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαδραματίζω [δiaδramatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. μετέχω ενεργά στην εξέλιξη κάποιου γεγονότος: Οι μεγάλες δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. 2. (παθ.) συμβαίνω, εξελίσσομαι, εκτυλίσσομαι: Tα γεγονότα διαδραματίστηκαν ως εξής. Στον τόπο του δυστυχήματος διαδραματίστηκαν σκηνές τραγωδίας.

[λόγ. < ελνστ. διαδραματίζω `τελειώνω το παίξιμο θεατρικού έργου΄ σημδ. γαλλ. jouer un rἄle]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go