Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαγωνίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγωνίζομαι [δiaγonízome] Ρ2.1β : περνώ μια δοκιμασία, αμιλλώμαι (μαζί με άλλους) για να πετύχω, να κερδίσω κτ. (μια θέση, ένα βραβείο κ.ά.): Οι υποψήφιοι θα διαγωνιστούν σε τρία μαθήματα. Επιλέχτηκαν οι ταινίες / τα τραγούδια που θα διαγωνιστούν στο φεστιβάλ.

[λόγ. < αρχ. διαγωνίζομαι `αγωνίζομαι εναντίον΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go