Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαβρέχω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβρέχω [δiavréxo] -ομαι Ρ αόρ. διέβρεξα, απαρέμφ. διαβρέξει, παθ. αόρ. διαβράχηκα, απαρέμφ. διαβραχεί : βρέχω, υγραίνω κτ. εξ ολοκλήρου, διαποτίζω, μουσκεύω.

[λόγ. < αρχ. διαβρέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go