Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαβουλεύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβουλεύομαι [δiavulévome] Ρ5.1β : συσκέπτομαι μαζί με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες.

[λόγ. < αρχ. διαβουλεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go