Combined Search
7 items total [1 - 7] | << First < Previous Next > Last >> |
- διάγω· διάζω· αόρ. έδιαξα.
-
- 1)
- α) Ζω, περνώ τον καιρό μου:
- (Σαχλ. B´ PM 327)·
- β) κατοικώ, διαμένω:
- Όπου κι α διάγει ο έρωτας (Ροδολ. Α´ 153).
- α) Ζω, περνώ τον καιρό μου:
- 2) Πράττω, ενεργώ:
- τέτοιας λογής αδιάντροπα να διάξω (Βοσκοπ. 211).
[αρχ. διάγω. Ο τ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- διαγωγή η [δiaγojí] Ο29 : ο τρόπος που ενεργεί, που συμπεριφέρεται κάποιος στο πλαίσιο των κανόνων της κοινωνίας και της ηθικής: Άμεμπτη / ανεπίληπτη / καλή / κακή / επιλήψιμη / αχαρακτήριστη ~. Πιστοποιητικό καλής διαγωγής. Tου μείωσαν την ποινή λόγω καλής διαγωγής. Επιδεικνύω καλή / κακή ~. || (για μαθητή, στρατιώτη κ.ά.) ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται απέναντι στους σχολικούς, στρατιωτικούς κ.ά. κανόνες: Άριστη / κοσμιοτάτη / κοσμία / μέτρια / καλή ~. Xαλάω / μειώνω τη ~ του μαθητή.
[λόγ. < αρχ. διαγωγή `μεταφορά, τρόπος που περνάει κάποιος τον καιρό του΄ σημδ. γαλλ. conduite]
- διαγωγή η.
-
- 1) Τρόπος ζωής, συμπεριφορά:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 107).
- 2) Τόπος διαμονής:
- τας οίκοι καταλιπόντες διαγωγάς (Ιερακοσ. 33620).
[αρχ. ουσ. διαγωγή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Τρόπος ζωής, συμπεριφορά:
- διαγωνίζομαι [δiaγonízome] Ρ2.1β : περνώ μια δοκιμασία, αμιλλώμαι (μαζί με άλλους) για να πετύχω, να κερδίσω κτ. (μια θέση, ένα βραβείο κ.ά.): Οι υποψήφιοι θα διαγωνιστούν σε τρία μαθήματα. Επιλέχτηκαν οι ταινίες / τα τραγούδια που θα διαγωνιστούν στο φεστιβάλ.
[λόγ. < αρχ. διαγωνίζομαι `αγωνίζομαι εναντίον΄]
- διαγώνιος -α / -ος -ο [δiaγónios] Ε15 : 1. (μαθημ., για ευθεία) που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: Διαγώνιες ευθείες. || (ως ουσ.) η διαγώνιος, η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: ~ τετραγώνου / εξαγώνου / εξαπλεύρου. 2. πλάγιος, λοξός: ~ δρόμος. Διαγώνια σχήματα.
διαγωνίως & διαγώνια ΕΠIΡΡ: Διέσχισε το δρόμο ~. Διαβάζω* ~. [λόγ. < ελνστ. διαγώνιος, διαγωνίως]
- διαγώνισμα το [δiaγónizma] Ο49 : γραπτή εξέταση των μαθητών: Σήμερα έχουμε ~ στην Iστορία. Tι βαθμό πήρες στο ~; Πρόχειρο / επαναληπτικό ~. || το αντίστοιχο γραπτό δοκίμιο: Διόρθωση διαγωνισμάτων.
[λόγ. διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μα]
- διαγωνισμός ο [δiaγonizmós] Ο17 : δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται κάποιος προκειμένου να πετύχει ή να κερδίσει κτ. (μια θέση, μια νίκη, ένα βραβείο κ.ά.): Προκηρύσσεται ~ για την πλήρωση δέκα κενών θέσεων. ~ ποίησης / πεζογραφίας / μυθιστορήματος / ζωγραφικής. ~ ομορφιάς, καλλιστεία. Πλειοδοτικός* / μειοδοτικός* ~. || (πληθ.) οι επίσημες γραπτές εξετάσεις των μαθημάτων και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Πώς πήγες στους διαγωνισμούς;
[λόγ. < μσν. διαγωνισμός `έντονη προσπάθεια΄ κατά τη σημ. της λ. διαγωνίζομαι < διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μός]