Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημοτικίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοτικίζω [δimotikízo] Ρ2.1α : έχω την τάση να χρησιμοποιώ τη δημοτική: Ο συγγραφέας / το κείμενο δημοτικίζει, χρησιμοποιεί τύπους της δημοτικής.

[λόγ. δημοτικ(ή) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go