Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δηλοποιώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δηλοποιώ· διαλοποιώ.
  • Α´ Αμτβ.
    • α) Δείχνω, φανερώνω:
      • αι θείαι και ιεραί γραφαί καλώς δηλοποιούσι τοις ευφρονούσιν (Ψευδο-Σφρ. 46637
    • β) αναφέρω:
      • πιττάκια … δηλοποιούντα, γράφοντα δι’ εκείνον (Χρον. Μορ. H 2221).
  • Β´ (Μτβ.) ανακοινώνω, γνωστοποιώ κ.:
    • εδηλοποίησά το, ό,τι πράγμα εγροίκησα (Δαρκές, Προσκυν. 151).

[μτγν. δηλοποιέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go