Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δευτερολογώ [δefteroloγó] Ρ10.9α : μιλώ για δεύτερη φορά επάνω στο ίδιο θέμα, για να διευκρινίσω ορισμένα σημεία, να συμπληρώσω ή να αντικρούσω αντίπαλους ισχυρισμούς: Aναγκάστηκε να δευτερολογήσει, γιατί πολλά σημεία του λόγου του έμειναν ασαφή. Δευτερολογώντας προσπάθησε να ανασκευάσει τα επιχειρήματα του αντιπάλου.
[λόγ. < ελνστ. δευτερολογῶ]